συμπηγνύω

συμπηγνύω
ΝΑ, και συμπήγνυμι Α
1. καθιστώ κάτι συμπαγές, τό συμπυκνώνω
2. στερεώνω, στερεοποιώ
νεοελλ.
ιδρύω, συγκροτώ, συστήνω («κατηγορείται ότι συνέπηξε συμμορία»)
αρχ.
1. κατασκευάζω, φτειάχνω («αὐτοῡ παρ' οἴκους τούσδε συμπήξας τάφον», Ευ ρ.)
2. συστέλλω
3. μέσ. συμπηγνύομαι και συμπήγνυμαι
α) κατασκευάζω για προσωπική μου χρήση
β) αποτελούμαι, γίνομαι από... («ὅστις μὴ οἶδεν, ὅ τί ἐστιν ἄνθρωπος καὶ ὅπως ἐγένετο πρῶτον καὶ ὁπόθεν συνεπάγη ἐξ ἀρχῆς», Ιπποκρ.)
4. (ο β' ενεργ. παρακμ. ως μέσ. και παθ.) συμπέπηγα
συντίθεμαι, σύγκειμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + πήγνυμι / πηγνύω «μπήγω, καρφώνω, στερεώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… …   Dictionary of Greek

  • συμπήσσω — Α (μτγν. τ.) συμπηγνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πήσσω, μτγν. τ. τού πήγνυμι*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”